εμπειροτέχνης

εμπειροτέχνης
ο
θηλ. -ισσα που μπορεί να έχει έγκυρη γνώμη σε κάτι εξαιτίας της πείρας του σ' αυτό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμπειροτέχνης — ο (θηλ. εμπειροτέχνις, η) αυτός που εξαιτίας τής πείρας του σε κάποιον τομέα μπορεί να εκφέρει έγκυρη άποψη …   Dictionary of Greek

  • οινολόγος — ο, η ειδικός χημικός επιστήμονας ή εμπειροτέχνης που ασχολείται με την οινολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. oenologiste (< οἶνος + λόγος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”